- πλανητικός
- -ή, -όαυτός που αναφέρεται στους πλανήτες: Πλανητικό σύστημα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πλανητικός — migratory masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλανητικός — ή, ό / πλανητικός, ή, όν ΝΑ [πλανητός] 1. αυτός που περιπλανάται, που δεν έχει μόνιμο τόπο διαμονής («πλανητικά ζώα» ζώα που μεταναστεύουν σε διάφορους τόπους και σε ακαθόριστες εποχές) 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους πλανήτες («πλανητικό… … Dictionary of Greek
πλανητικά — πλανητικός migratory neut nom/voc/acc pl πλανητικά̱ , πλανητικός migratory fem nom/voc/acc dual πλανητικά̱ , πλανητικός migratory fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλανητικόν — πλανητικός migratory masc acc sg πλανητικός migratory neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλανητικοί — πλανητικός migratory masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλανητικήν — πλανητικός migratory fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περίσχεση — η / περίσχεσις, έσεως, ΝΑ [περιέχω] νεοελλ. 1. περιορισμός τής επέκτασης ή τής κίνησης κάποιου από όλες τις πλευρές 2. στρ. παρεμπόδιση τού αντιπάλου να έλθει σε επικοινωνία με φιλικά στρατεύματα ώστε να αποκλειστεί μέσα σε φρούριο ή άλλο μέρος,… … Dictionary of Greek
σποράς — άδος, η, ΝΑ, και σποράς, άδος, ὁ, Α (το θηλ. στον πληθ. ως κύριο όν.) Σποράδες ονομασία διαφόρων διάσπαρτων νησιών μας τα οποία από γεωγραφική άποψη εξετάζονται κατά ομάδες («Βόρειες Σποράδες») αρχ. 1. (στον εν., μόνον με περιληπτ. ουσ., όπως… … Dictionary of Greek